βράχακας

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βράχακας

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

βράχακας ὁ, ΜΛελέκ. Ἐπιδόρπ. 220.

Ετυμολογία

Μεγεθ. τοῦ οὐσ. βράχος διὰ τῆς παραγωγικῆς καταλ. –ακας ἢ τοῦ βραχάκι καὶ τῆς καταλ. –ας. Πβ. καὶ ΓΧατζιδ. ΜΝΕ 1,423.

Σημασιολογία

Μέγας βράχος: ᾎσμ. Μὴν εἴδασι τὸν τράγακα | ἀπάνω ’ς τὸ βράχακα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/