ἀρκουδεύω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀρκουδεύω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀρκουδεύω Πόντ. (Ἀμισ. Κερασ Κοτύωρ. Οἰν. Σάντ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) Μετοχ. ἀρκ’δεμένος Σκῦρ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ οὐσ. ἀρκούδι.
Σημασιολογία
Βαδίζω ἐπὶ τῶν χειρῶν καὶ ποδῶν τετραποδιστὶ κατὰ τὸν τρόπον τῆς ἄρκτου, τετραποδίζω, ἐπὶ νηπίων ὅταν τὸ πρῶτον ἀρχίζουν νὰ βαδίζουν (ἡ σύγκρισις τοῦ πρώτου βαδίσματος τοῦ νηπίου πρὸς τὸ τῆς ἄρκτου καὶ οὐχὶ ἄλλου τετραπόδου αἰτίαν ἔχει τὴν ὁμοιότητα τῶν κινήσεων αὐτῶν) ἔνθ’ ἀν.: Τὸ μωρὸν ἀκόμαν ’κ’ ἐρκούδεψεν Τραπ. Τὸ μωρὸν ἐρχίνεσεν κιˬ ἀρκουδεύ’ (ἤρχισε νὰ τετραποδίζῃ) Χαλδ. Συνών. ἀλεπουδεύω 1, ἀρκουδιˬάζω, ἀρκουδίζω 1. Οὐδ. μετοχ. ἀρκ’δεμένο οὐσ., ἀρνίον ἢ ἐρίφιον τὸ ὁποῖον μετὰ τὸ ἀπογαλάκτισμα ἐπάχυνε καὶ ἐμεγάλωσε ἀρκετὰ Σκῦρ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA