βραχεˬὰ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βραχεˬὰ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

βραχεˬὰ ἡ, Νάξ. (Ἀπύρανθ. Ἐγκαρ.) Σίφν. Σάμ. κ.ἀ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. βράχεˬα, δι’ ὃ ἰδ. βράχος.

Σημασιολογία

1) Τόπος ἀπότομος καὶ βραχώδης παρὰ τὴν θάλασσαν Νάξ. (Ἀπύρανθ. Ἐγκαρ.) Σίφν. κ.ἀ. Συνών. ἀγριοβραχεˬά. Πβ. ἀποβραχεˬά. Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. ὑπό τὸν τύπ. Ἄσπρη Βραχεˬὰ Σίφν. Βραχεˬὰ τοῦ Κάbο Σώστη Νάξ. (Ἀπύρανθ.) 2) Λίθος, πέτρα Σάμ.: Τοῦ ’συρι μιˬὰ βραχεˬὰ (τοῦ ἔρριψε κτλ.) Συνών. βράχος Α3.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/