βραχεˬάζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βραχεˬάζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

βραχεˬάζω Πελοπν. (Ἀρκαδ. Καλάβρυτ. Μεσσ. κ.ἀ.) Μέσ. βραχεˬάζομαι Κύθηρ. Πελοπν. (Βασαρ. Μαζαίικ. Μεσσ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. βράχεˬα, δι᾿ ὃ ἰδ. βράχος.

Σημασιολογία

1) Ρίπτω τινὰ ἀπὸ βράχον, κατακρημνίζω Πελοπν. (Καλάβρυτ.): Διˬάταξε τότε ὁ βασιλεˬὰς νὰ πάρουν τὴ μάννα καὶ τὸ παιδὶ καὶ νὰ τὰ βραχεˬάσουν (ἐκ παραμυθ.) 2) Πιάνομαι εἰς βράχον, ἀγκιστρώνομαι Πελοπν. (Μεσσ.): Βράχασε τὸ δίχτυ - ἡ ἄγκυρα κττ. Συνών. βραχώνω 2. 3) Ἐνεργ. καὶ μέσ. ἀνέρχομαι εἰς δύσβατα καὶ ἀπόκρημνα μέρη, εἰς βραχώδεις κρημνούς, ὁπόθεν δὲν δύναμαι πλέον νὰ κατέλθω, ἐπὶ αἰγῶν Κύθηρ. Πελοπν. (Ἀρκαδ. Βασαρ. Καλάβρυτ. Μαζαίικ. Μάν. Μεσσ. κ.ἀ.): Βράχεˬασε τὸ τραγὶ Ἀρκαδ. Βραχεˬάστηκε ἡ γίδα – τὸ κατσίκι Βασαρ. Μάν. Μεσσ. Συνών. βραχώνω 3.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/