ἀρκουδία

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀρκουδία

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἀρκουδία ἡ, Πόντ. (᾽Αμισ. Οἰν.) ἀρκουδιˬὰ Κρήτ. -ΝΠολίτ. Παροιμ. 2,460.

Χρονολόγηση

Μεσαιωνικό

Ετυμολογία

Τὸ μεσν οὐσ. ἀρκουδία. Πβ. Σχολ. Ὀππ. Ἁλ. 312,20 (ἔκδ. Didot) «ἄρκτοις, ἀρκούδοις, ἀρκουδίαις» καὶ Θησ. γάμ. παρὰ Δουκ. «μόνον δερμάτι ἀρκουδίας εἶχεν ἐπανωφόρι».

Σημασιολογία

1) Ἄρκτος Πόντ. (᾽Αμισ. Οἰν.) -ΝΠολίτ. ἔνθ᾽ ἀν.: Παροιμ. Πόσα βατσουνόμπουρα ᾿ς τῆς ἀρκουδιˬᾶς τὸν κόλο; (ματαιοπονεῖ ὁ ζητῶν νὰ ὑπολογίσῃ δι᾿ ὁπόσων βάτων διῆλθεν ἡ ἄρκτος. Ἐπὶ αἰσχροκερδοῦς καὶ βδελυροῦ) ΝΠολίτ. ἔνθ’ ἀν. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀρκούδα 1. 2) Κοίτη, φωλεὸς τῆς ἄρκτου Κρήτ. Συνών. ἀρκουδοσπηλα͜ιά, ἀρκουδότρυπα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/