βραχιˬόλι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βραχιˬόλι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

βραχιˬόλι τό, βραχιˬόλιν Ἰκαρ. κ.ἀ. βραχιόλι κοιν. καὶ Καππ. Τσακων. βραχιˬό’ βόρ. ἰδιώμ. βραχόλι Μύκ. Σῦρ. (Ἑρμούπ.) βραχό’ Λέσβ. (Πλομάρ.) Σάμ. βραιˬόλιν Κύπρ. βραόλιν Πόντ. (Κερασ.) βραιˬόλ’ Καππ. (Ἀνακ.) βρασιόλ-λdι Ρόδ. φραιˬόλ-λ’ Χίος φραγόλ-λι Χίος βραχέλιν Λυκ. (Λιβύσσ.) βρασ-σέλιν Μεγίστ. βραάλιν Πόντ. (Κερασ. Οἰν.) βραάλι Πόντ. (Ἀμισ.) βραάλ’ Πόντ. (Κοτύωρ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) βροάλι Καππ. (Φάρασ.)

Χρονολόγηση

Μεσαιωνικό

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ μεσν. οὐσ. βραχιˬόλιον, παρ’ ὃ καὶ βραχιˬάλιον.

Σημασιολογία

1) Δακτυλιοειδὲς κόσμημα τῆς χειρός, ψέλλιον κοιν. καὶ Καππ. (Ἀνακ. Φάρασ. κ.ἀ.) Πόντ. (Ἀμισ. Κερασ. Κοτύωρ. Οἰν. Τραπ. Χαλδ.) Τσακων.: Φρ. Ἐσέγκεν τὸ βραάλ’ ’ς σὸ όρ ’ν ἀτ’ (ἔβαλε τὸ βραχιόλι ᾿ς τὸ χέρι του, δηλ. ἤρχισε νὰ μανθάνῃ τέχνην) Κοτύωρ. Ἔ’ καὶ τὸ χρυσὸν βραάλ᾽ ᾿ς σὸ όρ’ν ἀτ’ (ἔχει καὶ τὸ χρυσὸ βραχιόλι ᾿ς τὸ χέρι του, δηλ. γνωρίζει καὶ τέχνην) αὐτόθ. Τὸ βραάλ’ ’ς σὸ έρ’ν ἀτ’ ἔ’ (ἐπὶ τοῦ γνωρίζοντος τέχνην καὶ οὐδόλως ἀποροῦντος διὰ τὴν ζωὴν) Τραπ. || ᾎσμ. Νὰ ’χα φλουριˬὰ νὰ τσάκ-κιζα, νὰ τά ’κανα βρασ-σέλιˬα, νὰ τὰ φοροῦν τὰ σ-σέρια σου τὰ μαργαριταρένιˬα Μεγίστ. Συνών. βέργα Α14, βεργάκι 3, βραχιˬόνι 2. 2) Σιδηροῦς ἢ μετάλλινος ἐν γένει δακτύλιος, ὁ ὁποῖος συνδέει ἢ συνέχει δύο τμήματα κατὰ παράθεσιν ἢ ἐπέκτασιν ἑνὸς συνόλου, οἷον μηχανῆς, ράβδου, ἀρότρου, τουφεκίου κττ. σύνηθ. 3) Χειροπέδη (Ἑβδομαδ. Τύπ. 1 Ἰουλιου 1934): Μή, νὰ χαρῇς, χωροφύλακα, μὴ μοῦ τὸ σφίγγῃς τὸ βραχιόλι! 4) Βραχίων Καππ.: ᾎσμ. Ἔνι τ’ ἀλέτρι του χρουσὸ κιˬ ὁ ζυγός τ’ ἀσ’ ἀσήμι, εἶναι καὶ τὰ ζευλίτσα του παλληκαριˬοῦ βραχιˬόλιˬα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/