βραχίονας
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βραχίονας
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
βραχίονας ὁ, λόγ. κοιν. βραχιˬόνα Ἀπουλ. βραχόνα Ἀπουλ. βραχιˬόνα ἡ, Εὔβ. (Στρόπον.) βρανα Πόντ. (Τραπ. Χαλδ.) ἀβρανα Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Κρώμν. Τραπ.) ἀβραόνα Πόντ. (Ἴμερ. Σάντ. Χαλδ. κ.ἀ.) βραχόνα τό, Καλαβρ. (Μπόβ.) βρασιˬόνα Ἀπουλ. Μελπιν.) Πληθ. βραόνας τά, Πόντ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἀρχ. οὐσ. βραχίων. Τὸ βραχόνα καὶ ἐν Πεντατεύχῳ Hesseling σελ. 423.
Σημασιολογία
1) Βραχίων Ἀπουλ. (Μελπιν. κ.ἀ.) Καλαβρ. (Μπόβ.) Πόντ. (Ἴμερ. Κερασ. Κοτύωρ. Κρώμν. Σάντ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.): Ὅσον τὴν ἀβρανα μ᾿ νερὸν τρέ’ ἀσ’ σὸ πεγάδ’ (ἴσαμε τὸν βραχίονά μου νερὸ τρέχει ἀπὸ τὴν βρύσιν) Τραπ. || ᾌσμ. Ἀεˬτέντς ἐπεριπέτανεν ψηλὰ ᾿ς σὴν ποταμέαν, ᾽ς σὸ στόμαν ἀτ’ ἐκράτεινεν παλληκαρί’ ἀβραναν Κρώμν. Πορφύρ’, σεῖξον τ᾿ ὠμίτσ σου νὰ σείνταν τὰ ραία, σεῖξον καὶ τὰ βρανας σου νὰ κόφκουν τ᾿ ἁλυσίδ (Πορφύρη, σεῖσε τοὺς ὤμους σου νὰ σεισθοῦν τὰ βουνά, σεῖσε καὶ τοὺς βραχίονας νὰ κοποῦν αἱ ἁλυσίδες) Τραπ. Συνών. βραχιˬόνι 1. 2) Μετάλλινος κλοιὸς συγκρατῶν τὴν θήκην μαχαίρας Εὔβ. (Στρόπον.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA