ἀναπομένω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀναπομένω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀναπομένω Πόντ.

Ετυμολογία

᾿Εκ μεταγν ἐναπομένω.

Σημασιολογία

Μένω : ᾎσμ. Ὁ Κωσταντῖνον ὁ καλὸν ἀφκὰ γῆς ’κ᾽ ἐνεπέμ’νεν, ἀτόν ἡ γῆ ᾽κ᾿ ἐδέχτηκεν οὐδὲ καὶ τὰ θηρία.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/