βράχνα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βράχνα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
βράχνα ἡ, Α.Ρουμελ. (Φιλιππούπ.) Εὔβ. (Ἄκρ.) Πελοπν. (Αἴγ.) κ.ἀ. - Λεξ. Δημητρ. σβράχνα Λεξ. Δημητρ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. βραχνιˬάζω.
Σημασιολογία
Ἀλλοίωσις τῆς διαυγείας τῆς φωνῆς ἐκ ψύξεως ἢ ἄλλης παθήσεως τῶν φωνητικῶν ὀργάνων, βράγχος ἔνθ’ ἀν.: Ἔχει μιˬὰ βράχνα τὸ παιδὶ ποῦ δὲ μπορεῖ νὰ μιλήσῃ Αἴγ. Μὲ τὴ σβράχνα ποῦ ἔχω πῶς νὰ τραγουδήσω! Λεξ. Δημητρ. Κρύουσα κὶ μ᾽ ἔπιˬασι νιˬὰ βράχνα, κουντεύ’ νὰ κλείσ’ οὑ λιμόζ-ου-μ’ Ἄκρ. Συνών. βραχνάδα, βράχνασμα, βράχνιˬασμα, βράχνος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA