ἀναποφάσιστος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀναποφάσιστος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀναποφάσιστος ἐπίθ. λογ σύνηθ. ἀναποφάσιστε Τσακων.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *ἀποφασιστὸς < ἀποφασίζω.
Σημασιολογία
1)Ὁ διστάζων, ὁ ἀμφιρρέπων εἰς τὰς ἀποφάσεις του, ὁ μὴ λαμβάνων ὄριστικὴν ἀπόφασιν λογ. σύνηθ. : Ἄνθρωπος ἀναποφάσιστος. Γυναῖκα ἀναποφάσιστη. 2) Ὁ περί οὗ δὲν ἐλήφθη ἀπόφασις Λεξ. Δημητρ.: Ἔχουμε τὸ γάμο ἀναποφάσιστο.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA