γεροντε͜ιὸ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γεροντε͜ιὸ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γεροντε͜ιὸ τό, Χίος (Καρδάμ. κ.ἀ.) – Λεξ. Βλαστ., 31 Δημητρ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. γέροντας καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. –ειˬό.

Σημασιολογία

1) Ὁ χῶρος συνεδριάσεως τῶν δημογερόντων τοῦ χωρίου κατὰ τὴν ἐποχὴν τῆς Τουρκοκρατίας ἢ τῶν «γερόντων» μοναχῶν, οἱ ὁποῖου προΐστανται τῆς μονῆς Λεξ. Δημητρ. 2) Τὸ σύνολον τῶν δημογερόντων τῶν ἀποτελούντων τὴν διοικητικὴν ἐξουσίαν τοῦ χωρίου ἐπὶ Τουρκοκρατίας Χίος (Καρδάμ.) 3) Τὸ ἀξίωμα τοῦ δημογέροντος Χίος (Καρδάμ. κ.ἀ.) Λεξ. Βλαστ., ἔνθ᾽ ἀν.: ᾎσμ. Ὅσοι γ-ἔν᾽ εἰς τὸ χωργκιˬό, | θῶσιν ὅλ-λοι γεροντειˬό. Οἱ καμἐν᾽ οἱ Μαρμαροῦσοι | ἀφ᾽ τοὺς ἀργελέδες ζ-ζοῦσι Καρδάμ. Πβ. καὶ Σ. Βὶον, Λαογρ. 10 (1929), 479. β) Ὁ χρόνος τῆς ἀρχῆς τοῦ δημογέροντος Χίος: ᾽Σ τὸ γεροντειˬὸ τοῦ τάδε ἔγινε τὸ καὶ τό. Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. Χίος.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/