ἀναρα͜ιοδοντοῦσα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀναρα͜ιοδοντοῦσα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀναρα͜ιοδοντοῦσα ἐπίθ. θηλ. ἀναρκοδοντοῦσα Κύπρ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ οὐσ. *ἀναραιοδόντης καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -οῦσα, περὶ ἧς ἰδ. ἌνθΠαπαδόπ. ἐν ᾿Αθηνᾷ 37 (1925) 180 κἑξ.

Σημασιολογία

Ἡ ἔχουσα ᾶραιοὺς ὀδόντας: ᾎσμ. Γιˬὰ δὲ τὴν τουμπομέτωπην, τἠν ἀναρκοδοντοῦσαν, τὸ πετεινάριν τὸ φραχνόν, καλὰ μοῦ τὸ λαλοῦσαν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/