ἀχεροκοπριˬὰ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀχεροκοπριˬὰ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἀχεροκοπριὰ ἡ, ἀμάρτ. ἀχυροκοπριˬὰ ΛΟἰκονομίδ. Ὁδηγὸς λαχανοκηπ. 72 καὶ 164.

Ετυμολογία

᾿Εκ τῶν οὐσ. ἄχερο καὶ κοπριˬά.

Σημασιολογία

Κόπρος περιέχουσα ἄχυρον: «Ἡ ὑγρασία διατηρεῖται μὲ τὸ σκάλισμα ἢ μὲ ὀλίγη ἀχυροκοπριˬά».

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/