ἀναρίθμητος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀναρίθμητος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀναρίθμητος ἐπίθ. λογ σύνηθ. καὶ Ποντ. (Κερασ.) ἀναρίφνητος Κρήτ. Πελοπν. (Λακων.) ἀνερίφνητος Ἄνδρ. Νάξ. (᾿Απύρανθ. κ. ἀ.) ’ναρίφνητος Κρήτ. ἀρίθμητος Ἄνδρ Βιθυν. Θήρ. Κύπρ. Μῆλ. Νίσυρ. Πελοπν. (Καλάβρυτ. Λάκων) Ρόδ. Χίος ἀρίθμετος Πόντ (Κερασ.) ἀρίθμιστος Χίος ἀρίθμιστους Μακεδ. (Χαλκιδ.) ἀρίφνητος ᾿Αθῆν. (παλαιότ) ᾿Αμοργ. Ἀστυπ. ᾿'Ηπ. Ἰκαρ. Καλυμν Κάρπ. Κέρκ. Κρήτ. (Βιάνν. κ. ἀ.) Κύθν. Κῶς Νάξ. (’Απύρανθ.) Πελοπν. (Λακῶν. Μάν.) Ρόδ. Σύμ. ἀρίφνητους Ἤπ. Θεσσ. Θρᾴκ. (Αἶν.) Λεσβ Λυκ. (Λιβύσσ.) ἀρίφνιστος Σκῦρ ἀρίφνιστους Σάμ ἀρίφηντος Μεγίστ. ἀρίχμητος Μῆλ. ἀρίχνητος ΓΧατζιδ. ΜΝΕ 1,291 ᾽ρίθμητος Ρόδ.

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ. ἐπίθ. ἀναρίθμητος. Τὸ ἀναρίφνητος καὶ παρὰ Σομ Τὸ ἀρίθμητος ἐκ τοῦ ἀμαρτ. ἐπιθ. ἀριθμητὸς προσλαμβόντος σημ. στερήσεως διὰ τοῦ ἀναβιβασμοῦ τοῦ τόνου. ᾿Ιδ. ἀ- στερητ. 2 α. Τὸ ἀρίθμητος καὶ ἀρίφνητος καὶ μεσν. Πβ. Γαδαρ διήγ. στ. 484 (ἔκδ. Wagner σ. 138) «νά ᾿χῃ καὶ βόλια ἀριθμητὰ, δισάκκια κρεμασμένα» καὶ Χρον.Μορ. Η στ. 3600 «ἐκεῖνοι τῆς Ἀνατολῆς ἀρίφνητοι τοῦ ἦλθαν». Τὸ ἀρίφηντος κατὰ μετάθ. γραμμάτων.

Σημασιολογία

1) Ἐκεῖνος ὃν δὲν δύναταί τις ἕνεκα τοῦ πολλοῦ πλήθους νὰ ἀριθμήσῃ, ἄπειρος ἔνθ’ ἀν.: Λαὸς ἀναρίθμητος. Πλῆθος ἀναρίθμητο. Πουλλιˬὰ ἀναρίθμητα λόγ. σύνηθ. Ἀρίφνητος λαὸς Κέρκ. Ἀρίφνητο πλῆθος αὐτόθ. Σάν τὸν ἄμμον τὸν ἀρίφνητον Κάρπ. Ἤρθανε ἀρίφνητοι Κρήτ. ᾿Απίδιˬα-ἀμύγδαλα ἀρίφνητα αὐτόθ. ᾿Αρίφνητοι μερμήγκοι Σύμ. Τὰ καλά του εἶναι ἀρίφνιστα Σκῦρ. Ἔχει πλούτη ᾽ναρίφνητα Κρήτ. ᾿Αρίθμητο μελισσολόγι -περδικοθέμι Ρόδ. ᾿Επιˬασαν ἀρίφηντα ψάριˬα Μεγίστ. Ἀρίφνητ᾽ παρᾶδις Λεσβ. Βιˬὸ ἀρίφνητου Αἶν. Ἄμμου ἀρίφνιστ’ Σάμ. Ἄμμος ἀρίφνητος Ρόδ.ǁ ᾊσμ. Βάζει τὸν οὐρανὸ μαντύ, τὴ θάλασσα μαγνάδι, τήν ἄμμο την ἀρίθμητη βάζει μαργαριτάρι Χίος Βλέπει πλῆθος ἀρίθμητο π᾿ ἀριθμημό δὲν ἔχει Ἄνδρ. Ἄστρα πολλὰ τσ᾽ ἀρίφνητα ποῦ φέτζετε τὴ νύχτα νὰ πῆτε ’ς τὴν ἀγάπη μου πῶς ἔλειπα καὶ ἦρχα Κύθν. Ποτίζει δέντρα ἀρίφνητα καὶ ’ριφνημὸ δὲν ἔχουν Ρόδ. Θουρῶ λημόριˬα ἀρίθμιστα κιˬ ἀριθμισμὸ δὲν ἔχουν Χαλκιδ. Ποτίζει δέdρα ἀρίφνητα, μηλεˬὲς καὶ κυδωνίτσες ᾿Απύρανθ. Θουρῶ ἀσκέρ’ ἀρίχμητο ποῦ μετρημὸ δὲν ἔχει Μῆλ. Συνών. ἀλογάριˬαστος Α1β, ἀλόγιˬαστος 2, ἀμέτρητος, 1β, ἄμετρος, ἄπειρος 2) Μέγας ὑπερβολικὸς Νάξ. (᾿Απύρανθ.) Τῆν : Τὸ κακὸ εἶναι ἀνερίφνητο Ἀπύρανθ. Νὰ τ᾿ ἀξιναρίσῃς ἔ’ κόπο ἀναρίθμητο Τῆν. 3) Ἀπροσδόκητος Νάξ. (Ἀπύρανθ.) : Ἀνερίφνητο’ ’τονε καὶ τοῦτο, νὰ πεθάνῃ κ᾿ εὐτός. Παθαίνει κἀνεὶς δουλε͜ιὲς ποῦ ’ν’ ἀνερίφνητες. Συνών. ἀδόκητος 1, ἀκαρτέρητος 3, ἀνανάμενος 1, ἀναπάντεχος 1, *ἀναπέλπιστος, ἀνέλπιστος, ξαφνικός.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/