ἀναρμάτωτος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀναρμάτωτος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀναρμάτωτος ἐπίθ. πολλαχ. καὶ Πόντ.(Κερασ. Τραπ. κ.ἀ.) ἀρμάτωτος Πόντ. (Κερασ. Τραπ.) Ρόδ. κ. ἀ. ἀρμάτουτους Μακεδ κ. ἀ.
Ετυμολογία
Τὸ μεσν. ἐπίθ. ἀναρμάτωτος. Τὸ ἀρμάτωτος ἐκ τοῦ ἀμαρτ. ἐπιθ. ἀρματωτός, ὅπερ ἄνευ συνθέσεως προσέλαβε σημ. στερητικὴν διὰ τῆς προπαροξυτονίας. ᾿Ιδ. ἀ- στερητ. 2 α.
Σημασιολογία
1) Ὁ μὴ ὡπλισμένος, ἄοπλος πολλαχ καὶ Πόντ.(Κερασ. Τραπ. κ. ἀ.): Τόνε βρῆκαν ἀναρμάτωτον καὶ τὸν χτύπησαν Λεξ. Δημητρ. ǁ ᾊσμ. Ηὕρανε καὶ τὸν Κωσταντῆν ἀπὸ λουτροῦ ’ς τὸν ὕπνον, ’ς τὸν ὕπνον κιˬ ἀναρμάτωτον καὶ ’κ' ἔτον τοῦ πολέμου (᾽κ’ ἔτον=δὲν ἦτο) Τραπ. Ἄν ἔῃς ἀσκέρ’ ἀρμάτωτον, ἀρμάτωσον και᾽ στεῖλον, ἂν ἔῃς σπαθία ’ς τὴν σπαθν, ζῶσον άτ’ς και᾿ ἂς ἔρχουν (σπαθ=ὁπλοθήκη) Κερασ. ᾿Απόξω ᾽ποὺ τὴν πόρταν του τρακόσιˬοι ἀρματωμένοι κιˬ ἄλλοι τρακόσιˬοι άρμάτωτοι μὲ σίδερα τζωσμένοι Ρόδ. Ἡ σημ. καὶ μεσν. Πβ. Ἑρμονιακ. στ. 1896 (ἔκδ. ΔΜαυροφρ σ. 145) «μέσον τοῦ ναοῦ γὰρ ἅμα ἀναρμάτωτον εὑρόντες κατετόξευσαν ἐκεῖνον». 2) Ὁ μὴ ἐξηρτυμένος, ἐπὶ πλοίου πολλαχ. καὶ Ποντ (Κερασ.) Συνών. ἀνάρμενος 1. 3)Ὁ μὴ ἔχων κοσμήματα, ὁ μὴ στολισμένος Πόντ (Τραπ.): ’Αρμάτωτος ἐπῆεν ᾿ς σὴ χαρὰν - ᾿ς σὸ πορπάτεμαν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA