ἀναρπάζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀναρπάζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀναρπάζω Πόντ. (Κερασ. Τραπ.)
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. ἀναρπάζω.
Σημασιολογία
1) Ἀρπάζω, δράττομαί τινος αἰφνιδίως Πόντ. (Κερασ.): ᾎσμ. Τὴν κόρην ἐνέρπαξεν | καὶ πέραν τὴν ἔφερεν Κερασ. 2) Θρασέως διακόπτω τινὰ ὁμιλοῦντα Πόντ. (Τραπ.): ’Επῆγα κἄτ᾿ νὰ λέγω κιˬ ἀτός ἐνέρπαξε με Τραπ. Συνών ἀπαρπάζω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA