ἀνάρπαστος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀνάρπαστος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀνάρπαστος ἐπίθ. λόγ. κοιν. ἀνάρπαγος Εὔβ (Αὐλωνάρ. Κονίστρ.)-Λεξ. Βλαστ ἀνάρπαγες Σκῦρ.

Ετυμολογία

Τὸ ᾶρχ. ἐπίθ. ἀνάρπαστος.

Σημασιολογία

1) Ὁ ταχέως πωληθείς, ἐπὶ ὠνίων ἐν γένει κοιν. : Τὰ σταφύλιˬα ἔγιναν ἀνάρπαστα κοιν. Ἔφεραν ψάριˬα κ᾽ ἔγιναν ἀνάρπαγα Αὐλωνάρ. Κονίστρ ’Εφέραν μῆλα, ἀμ-μὰ ἐκάμαν τα ἀνάρπαστα Κύπρ. Τὰ πορτοκάλιˬα ἐγίνησαν ἀνάρπαστα αὐτόθ. Πβ. ἅρπαστος. 2) Ὁ τὰ ξένα σφετεριζόμενος, ἅρπαξ Σκῦρ. Συνών. ἀδραχτᾶς (Ι), ἀδράχτης (ΙΙ), ἅρπαγας, ἁρπαγουνιˬάρις, ἁρπαδῶρος, ἁρπάχτης, ἁρπαχτουλλᾶς.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/