ἀναρράφτω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀναρράφτω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀναρράφτω Δ.Κρήτ. ἀνερράφτω Α.Κρήτ. ἀναρράβω Κρήτ. (Ἡράκλ.) ἀνερράβω Ἄνδρ. Α.Κρήτ. ἀνερράβγω Θήρ. Νάξ. (Ἀπύρανθ. κ. ἀ)-Λεξ. Μπριγκ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἀρχ. ἀναρράπτω.
Σημασιολογία
Συρράπτω τὸ φθαρὲν μέρος ἐνδύματος ἢ ἄλλου τινος ἔνθ᾽ ἀν.: ᾿Ενέρραψε τὸ ποκάμισο Κρήτ. Δὲ φέgω πλεˬὸ ν’ ἀνερράφτω (φέgω=βλέπω) αὐτόθ. Θ’ ἀνερράψω τὰ καρτσώνιˬα μου αὐτόθ. Ἀνερράβγω τὰ φουστάνι μου Θήρ. Τὰ ροῦχα μου ξένοι μοῦ τ᾽ ἀναρράφτουν Κρήτ. Τὰ καλοσκισμένα ροῦχα τ᾽ ἀνερράβγουνε ἈπύρανΘ. Εἶdα λε͜ιωμὸ εἶναι ποῦ τὸν ἔχου, gαμένε, τὰ ροῦχα σου, δὲν ἀνερράβγουdαι bλεˬά! αὐτόθ. Ν’ ἀνερράψῃς τὰ κωπέλλιˬα σου νὰ μὴ φαίνουdαι τὰ κρέατά dως (βραχυλ. ἀντὶ τὰ ροῦχα τῶ gωπελλιˬῶν) Κρήτ. ᾿Ανερράβγω τὰ δίχτυˬα Νάξ. Θ’ ἀνερραφτῶ (θὰ μπαλώσω τὰ ροῦχα μου) Κρήτ. Κάτσετε ν᾿ ἀνερραφτἣτε, γιˬατὶ ταυτέρου θὰ πάμε νὰ τρυγοῦμε αὐτόθ. ‖ ᾎσμ. Κιˬ ὠργίστηκέ μου ἡ μοῖρα μου κ’ ἐκαταρίστηκέ μου νὰ περπατῶ ᾿ς τὴ ξενιθε͜ιὰ κ’ εἰς τὸν ἀλλάργο gόσμο, ξένοι νὰ πλύνουν ροῦχα μου, ξένοι νὰ μ’ ἀναρράφτουν Κρήτ. Συνών. ἀναμπαλώνω, ἀναπιάνω 6, ἀποπιˬάνω, μπαλώνω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA