ἀνάρραχο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνάρραχο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀνάρραχο τό, Ἤπ.-Σγρανιτς. ἐν Ἡμερολ Σκόκου 25,389 καὶ Ἀνθολ. Η'Αποστολίδ. 58 ἀνάρραχου Ἤπ. Στερελλ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ μεσν. οὐσ. ἀνάρραχον. Ἡ λ. ἐν ἐγγράφῳ τοῦ 1087 (Μiklosich - Μuller Αcta 6,37) «περνᾷ τὴν λαγκάδα καὶ τὸ ἀνάρραχον».
Σημασιολογία
Μέρος ὁπωσδήποτε ὁμαλὸν κείμενον εἰς ράχιν βουνοῦ ἢ λόφου ἔνθ’ ἀν.: Ποιήμ. Χορὸς ’ς τὸ κάθε ἀνάρραχο, ἀχὸς ᾿ς τὸ κάθε ρέμα ΣΓρανίτσ. ἐν ᾿Ανθολ. ἔνθ’ ἀν. Σουράει κατ᾿ ἀνάρραχα, ζερβιˬά, δεξιˬά του κράζει, γυροβολιˬάζουν τ᾿ ἄτι του, κρυφὰ τοὺς κουβεντιˬάζει ΣΓρανίτσ. ἐν Ἡμερολ. ἔνθ’ ἀν. Ἡ λ. ὑπὸ τὸν τύπ. Ἀνάρραχους καὶ ὡς τοπων. Αἰτωλ. (Μπρόσκλ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA