ἀναρρεύομαι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀναρρεύομαι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀναρρεύομαι Α.Ρουμελ.(Φιλιππούπ.) Πελοπν.(Γέρμ.) ἀναρρεύουμαι Πελοπν. (Λακων.) ἀναρρεύγουμου Λυκ. (Λιβύσσ.) ᾽νερρεύγουμ᾿ Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.) ἀναρρέομαι Μεγίστ.ἀναρρέουμου Λυκ. (Λιβύσσ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τῆς προθ. ἀνὰ καὶ τοῦ ρ. ρεύομαι.

Σημασιολογία

1) Ἀμτβ. καταλαμβάνομαι ὑπὸ ἐρυγῆς, ἐρεύγομαι ἔνθ’ ἀν.: Ἄμα φάω καἱ πιˬῶ ὕστερα καφὲ ἆναρρεύομαι Γέρμ. β) Αἰσθάνομαι τάσιν πρὸς ἐμετὸν Πελοπν (Γέρμ.): Ἀναρρεύομαι ἅμα λέπω τέτο͜ιο φαγητὸ (λέπω=βλέπω). Συνών. ἀναγουλεύομαι 1, ἀναγουλιˬάζω 3, ἀναγουλίζω 1, ἀνακατεύομαι (ἰδ. άνακατεύω Α 2 β), ἀνακατώνω Α2 β. 2) Μετβ. ἐκπέμπω ἐκ τοῦ στομάχου διὰ τοῦ στόματος ὀξέα ἀέρια ἕνεκα τῆς κακῆς πέψεως (ὡς ἀντικ. τίθεται ἡ λ. ἡ δηλοῦσα τὴν καταποθεῖσαν τροφὴν) Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.) Μεγίστ ᾿Αναρρέομαι τὸ φαεῖ Μεγιστ ᾿Νερρεύγουμ᾽ κλούστικα ἀβγὰ (κλούστικα=κλούβια) Σαρεκκλ. Συνών. ρεύομαι.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/