ἀναρριγιˬάζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀναρριγιˬάζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀναρριγιˬάζω ἀμαρτ. ἀναρριιˬάζω Πελοπν. (Βούρβουρ. Λάκων.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τῆς προθ. ἀνὰ καὶ τοῦ ρ. ριγιˬάζω.

Σημασιολογία

1) Ἀναρριγαίνω, ὃ ἰδ., Πελοπν.(Λακων.) 2) Μετβ. προξενῶ ρῖγος Πελοπν (Βούρβουρ.) : Μ’ἀναρρίγιˬασε ἡ θέρμη.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/