ἀχεροποτίζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀχεροποτίζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀχεροποτίζω ἀμάρτ. ἀχιˬουροποτίζω Πελοπν. (Μάν.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τῶν ρ. ἀχερίζω καὶ ποτίζω καθ' ἁπλολογίαν ἀντὶ ἀχεριζωποτίζω.

Σημασιολογία

Δίδω εἰς τὰ ζῷα ἄχυρα νὰ φάγουν καὶ τὰ ποτίζω.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/