ἀναρρίχνω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀναρρίχνω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀναρρίχνω Ἤπ.-Λεξ. Πρω. Δημητρ. ἀνερρίχνω Κρήτ. ἀνερρίχτω Θήρ. ᾿νερρίχτω Πόντ.(Οἰν.) ᾽νερρέχτω Πόντ (᾿Αμισ. Οἰν.) ᾿νερρι'φτω Πόντ. (Νικόπ) Μέσ. ἀναρρίχνομαι Κρήτ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ αρχ ἀναρρίπτω.

Σημασιολογία

Α) Ἔνεργ. 1) Ρίπτω πρὸς τὸ. ἐπάνω, ρίπτω ἔξω, ἐν, ἀλλω Ἤπ.-Λεξ. Πρω.: Νὰ πῶ τίπουτα, μ᾽ άναρρίχν’ ἡ γῆ (ἂν εἴπω κακόν τι, ἡ γῆ δὲν θὰ μὲ δεχθῇ μετὰ θάνατον. Συνήθως προκειμένου περὶ τῆς κακολογίας κατὰ τῶν εὐεργετῶν, ἡ ὁποία θεωρεῖται μέγα ἁμάρτημα) Ἤπ. Ὁ κόσμος νὰ τὸν θάφτουν κ’ ἡ γῆ νοὶ τὸν ἀναρρίχνῃ! (νὰ βρικολακιάσῃ!) αὐτόθ. Νὰ τὸν ἀναρρίξ’ ἡ γῆ! αὐτόθ. ‖ Φρ. Ἀναρρίχνω μπόι (ψηλώνω πολύ, ἐπὶ τοῦ ἀναστήματος. Συνών. φρ. πετῶ-ρίχνω μπόι) Λεξ. Πρω. β) Ρίπτω τι ἐπί τινος Λεξ. Πρω. Δημητρ. : Ἀνάρριξε’ μου τὸ σάλι ᾿ς τἠν πλάτη Λεξ. Πρω. Ἀνάρριξα λινάτσες ᾽ς τοὶς λεμονεˬὲς Λεξ. Δημητρ. γ) Ρίπτω κάτω, καταρρίπτω Πόντ. (᾿Αμισ. Νικόπ. Οἰν.): Ἐνέρριξε’ με Οἰν. Μὴ φοβᾶσαι, 'κὶ ᾿νερρι΄χτω σε αὐτόθι. 2) ᾿Αναδίδω ὑγρασίαν Θήρ. : Ἡ ζάχαρι θ’ἀνερρίξῃ αὐτοῦ ποῦ τὴν ἔχεις (κυρίως θὰ ἀπορροφήσῃ ὑγρασίαν). Συνών. ἀναδίνω Β 5, ἀναδοτῶ 2, ἀναδωκιˬάζω, ἀναπίνω 3. Πβ. καὶ ἀναξερνῶ 2 β. 3) Κατανέμω τι κατ’ ἀναλογίαν, οἷον πρόστιμον, φόρον κττ., καταλογίζω, ἐπιβάλλω Κρήτ.: Ἄδικα μ᾿ ἀνερρίξανε νά πληρώσω τόσες δραχμές. Β) Μέσ. 1) Φέρομαι, ρίπτομαι ὁρμητικῶς Λεξ. Δημητρ.: Σὰν τὴν εἶδε τὸ παιδί της, ἀναρρίχτηκε νὰ τὴν ἀγκαλεˬάσῃ. 2) Σκιρτῶ Λεξ. Δημητρ.: Ἀναρρίχνετ᾿ ἡ καρδιˬά μου. 3) Ἀποκαλύπτομαι. κοιμώμενος (οἰονεὶ ρίπτομαι ἔξω ἀπὸ τὰ κλινοσκεπάσματα) Κρήτ.: Τὸ κωπέλλι ἀναρρίχνεται τὴ νύχτα. 4) Ἀπογυμνοῦμαι πως, μένω ἡμίγυμνος (οἰονεὶ ρίπτομαι. ἔξω ἀπὸ τὰ ἐνδύματα) Κρήτ. : Μὴν ἀναρρίχνεσαι, μωρὲ παιδί μου, γιˬατὶ θὰ κρυˬώσῃς!

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/