ἀναρριχτὰ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀναρριχτὰ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίρρημα
Τυπολογία
ἀναρριχτά ἐπίρρ. Εὔβ (Κύμ.) Πελοπν. (Βούρβουρ. Λακων. Μάν. Σουδεν. Τρίκκ.) Στερελλ. (Ἄμφ.) ἀνάρριχτα Πελοπν. (Καλάβρυτ.Λακων.)Στερελλ. (Αἰτωλ.)-ΣΜατσούκ. Γλυκοχαράμ. 10-Λεξ. Αἰν Δημητρ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἀναρριχτός.
Σημασιολογία
1) Χαλαρῶς πως, ὄχι στεγανῶς Λεξ Δημητρ.: ᾿Ανάρριχτα βάλε τὴ λινάτσα 'ς τὴ λεμονεˬὰ γιὰ νὰ μὴ ξεπαγιˬάσῃ. Συνών. ἀνάκουφα 1. 2) Ἐπὶ τῶν ὤμων, συνήθως ἐπὶ ἐνδύματος, τὸ ὁποῖον ρίπτει τις εἰς τοὺς ὤμους χωρὶς νὰ περάσῃ τὰς χεῖρας εἰς τὰς χειρίδας ἔνθ’ ἀν.: Μὲ τὸ bοχτσᾶ ἀναρριχτὰ Μαν. Πῆρε τὀ παλτό του ἀνάρριχτα κ᾽ ἔφυγε Καλάβρυτ. Φορεῖ τὀ φόρεμα ἀναρριχτὰ Κύμ. Ἀναρριχτὰ ἔρριξε τό παλτό Λακων. Ρίχνου ἀνάρριχτα τοὺ ᾿πανουφόρ’ Αἰτωλ. ‖ Ποίημ. Καμαροβεργολυγερὴ καἱ γαϊτανοφρυδοῦσα, πὄχεις τὴ μπόλιˬα ἀνάρριχτα καὶ τὰ μαλλιˬὰ μὲ τάξι ΣΜατσούκ. ἔνθ᾽ ἀν. Συνών ἀναπεταρίκι 2.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA