ἀχηβάδα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀχηβάδα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀχηβάδα ἡ, χηβάδα Ἤπ. Θρᾴκ. Κρήτ. Πελοπν. (Λακων.) -Λεξ. Βυζ. Δημητρ. χιˬουβάδα Πελοπν. (Λακων.) γιˬουφάδα Θρᾴκ. χαβήδα Λεξ. Περίδ. 'ηφάδα Στερελλ. (Αἰτωλ.) ἀχημάδα Κρήτ. ἀχηβάδα σύνηθ. ἀχεβάδα πολλαχ. ἀχαβάδα Θρᾴκ. (Αἶν. ) Ἴμβρ. Λέσβ. ἀχιˬουβάδα 'Αθῆν. (παλαιότ.) Πελοπν. (Λακων.) ἀχηφάδα Στερελλ. (Μεσολόγγ.) ἀφ’γάδα Κυδων. ἀπ'χάδα Λέσβ.
Χρονολόγηση
Μεσαιωνικό
Ετυμολογία
Τὸ μεσν. οὐσ. ἀχηβάδα, παρ’ ὃ καὶ χηβάδα, ὃ ἐκ τοῦ ἀρχ. χήμη. Διὰ τὸ χηβάδα ἰδ. Λάνδου Γεωπ. 139 καὶ MVasmer Byzant. Gerspächbuch 142.
Σημασιολογία
1) Θαλάσσιον ὀστρακοφόρον μαλάκιον κοιν.: ᾎσμ. Ἄσπρ᾿ ἀχηβάδα τοῦ γιˬαλοῦ, καράβι τοῦ πολέμου, ὅταν σὲ δοῦν τὰ μάτιˬα μου, τὰ κόκκαλά μου τρέμουν Νίσυρ. Συνών. ἀχηβάδι 1, *ἀχηβᾶς, κυδώνι. β) Ὄστρακον κόγχης χρησιμεῦον πρὸς ἐναπόθεσιν καλλυντικῶν ἀλοιφῶν ’Αθῆν. (παλαιότ.): Μιὰ ἀχιˬουβάδα ἀλοιφὴ καὶ μιὰ ἀχιˬουβάδα κοκκινάδι. Συνων. ἀχηβαδίτσα. γ) Ἡ κόγχη τοῦ ἁγίου βήματος τῶν ναῶν 'Αθῆν. (παλαιότ.) Θρᾴκ. (᾽Αδριανούπ.) Κρήτ. Πελοπν. Σάμ. Σύμ. - Λεξ. Βυζ. δ) Κοιλότης εἰς τὸν τοῖχον οἰκίας χρῆσιμεύουσα πρὸς τοποθέτησιν διαφόρων πραγμάτων Βιθυν. Θρᾴκ. (᾿Αδριανούπ. Σαρεκκλ.) Λυκ. (Λιβύσσ.) Σάμ. - Λεξ. Βυζ. ε) Εἶδος ὑαλίνων πλακῶν τῶν ὁποίων ἡ μία ἐπιφάνεια εἶναι λεία ἡ δὲ ἄλλη κοσμεῖται μὲ ἔκτυπα σχήματα κόγχης ᾿Αθῆν. ς) Γλύκυσμα ἀποτελούμενον ἐκ δύο καλυμμάτων ὀπτῆς ζύμης εἰς σχῆμα κόγχης τῆς ὁποίας τὸ κενὸν πληροῦται διὰ σοκολάτας, μαστίχας κττ. ᾽Αθῆν. 2) Εἶδος ἰχθύος Μεγίστ. Ἡ σημ. καὶ παρὰ Σομ. 3) Ὁ θάμνος ἀχινοπόδι, ὃ ἰδ. Κρήτ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA