ἀχήρευτος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀχήρευτος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀχήρευτος ἐπίθ. κοιν. ἀέρευτος Πόντ. (Τραπ. Χαλδ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *χηρευτός<χηρεύω.

Σημασιολογία

Ὁ μὴ χηρεύσας, ὁ μὴ ἀπολέσας τὴν σύζυγόν του καὶ θηλ. ἡ μὴ ἀπολέσασα τὸν σύζυγόν της ἔνθ’ ἀν.: Ὅλες ἔχασαν 'ς τὸν πόλεμο τοὺς ἄντρες τους, δὲν ἀπόμεινε γυναῖκα ἀχήρευτη κοιν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/