ἀναρρούφημα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀναρρούφημα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀναρρούφημα τό, Α’Εφταλ. Μαζώχτρ. 130 καὶ 137 ἀνιρροὐφ’μα Κυδων. Λεσβ ᾿νερρούφημα Κῶς ἀναρρούφισμα Κρήτ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ρ. ἀναρρουφῶ. Τὸ ἀναρρούφισμα κατὰ τὰ ἐκ τῶν εἰς -ίζω ρ. παραγόμενα Ὁ τύπ. καὶ μεσν Πβ. Διήγ. παιδιοφρ στ. 718 (ἔκδ. Wagner σ. 166) «καὶ εἰς τὸ ἀναρρούφισμαν τῆς ἐγκαρισματέας | ὁ ὄνος ἐκατέπιεν γραφὴν τοῦ βασιλέως»
Σημασιολογία
1) Ἡ ἀναρρόφησις ποτοῦ διὰ τοῦ στόματος Κυδων. Κῶς: Σκύφτω, μπἠομαι ᾿ς τὀ ᾽νερρούφημα καὶ ρουφῶ το γούλον. 2) Ὁ μετὰ λυγμῶν κλαυθμὸς Λέσβ.-Α᾿Εφταλ. ἔνθ᾽ ἀν. : Ἄλλο πεˬὰ τώρα δὲν ἄκουες παρὰ κλάψες κιˬ ἀναρρουφήματα Α’Εφταλ. ἔνθ᾽ ἀν 130. Σὲ κάθε ἀποσταμένο τους πάτημα βγαίνανε ἀναστεναγμοὶ κιˬ ἀναρρουφήματα αὐτόθ. 137.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA