ἀναρρουφῶ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀναρρουφῶ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀναρρουφῶ Δ.Κρήτ. Πελοπν. (Λακων.)-ΕΛυκούδ. ἐν Ἡμερολ. Μ.Ἑλλάδ. 1923 σ. 122.-(Ἑβδομαδ. Τύπ. 28 Ἰουλίου 1934) -Λεξ. Βλαστ. Δημητρ. ἀναρρ’φῶ Σκόπ. ἀνερρουφῶ Α.Κρήτ. ἀνιρρ’φῶ Ἴμβρ. Κυδων. Λεσβ ᾿νερρουφῶ Κῶς Ροδ. ᾽νιρριφῶ Μακεδ. Μέσ. ἀνιρρουφε͜ιοῦμι Δαρδαν. ἀνιρρ’φε͜ιέμι Ἴμβρ. ἀνιιφε͜ιέμι Σαμοθρ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἀρχ. ἀναρροφῶ.
Σημασιολογία
1) Εἰσάγω τι εἰς τὸ στόμα δι’ εἰσπνοῆς, ροφῶ ἔνθ’ἀν. : Ἀναρρουφῶ νερό Κρήτ. Ἡ φουσκοθαλασσιˬὰ… ἔσπρωχνε δυνατὰ ὄξω ᾿ς τἠν ξηρά τὸ κῦμα κιˬ ἀμέσως πάλι τὸ ἀναρρουφοῦσε τὸ ἀντιμάμαλο ΕΛυκούδ. ἔνθ᾽ ἀν. Τὰ κορίτσιˬα κλαίγανε ἀγκαλεˬασμένα, ἀναρρουφούσανε τὰ δάκρυˬα τους καὶ λέγαν ἀδιάκοπα πῶς δὲν ξέρουν (Ἑβδομαδ. Τύπ. ἔνθ᾽ ἀν.) ‖ Φρ. Θὰ σὶ ᾿νιρρ'φήξου! (ἀπειλητικὴ) Μακεδ. Συνών. ρουφῶ. β) Ἀνασύρω δι’ ἰσχυρᾶς εἰσπνοῆς εἰς τὰ ἐνδοτέρω, ἐπὶ τῶν βλεννωδῶν ἐκκρίσεων τῆς ρινὸς Κρήτ.-Λεξ. Δῃμητρ.: Τὸ παιδὶ ἀναρρουφᾷ τσοὶ μύξες του Κρήτ. Ἀναρρουφᾷ τή μύτι του (βραχυλ. ἀντὶ τσοὶ μύξες τῆς μύτις του) Λεξ. Δημητρ. 2) ᾿Αναρρίπτω τὸ ἀπορροφηθὲν ὕδωρ, κυρίως ἐπὶ θαλάσσης, ἀναρροιβδῶ Πελοπν. (Λακων.) 3) Καταλαμβάνομαι ὑπὸ λυγμῶν Κυδων.-Λεσβ Λεξ. Βλαστ Δημητρ. Συνών. ἀναλυγγιˬάζω 1, ἀναλυγγίζω, ἀνασέρνω. 4)Μέσ. ἀποσύρομαι μὲ ἀπότομον βαθεῖαν εἰσπνοὴν ἐκ φόβου ἐπὶ τῇ προσεγγίσει ἢ ἐπαφῇ ἐνοχλητικοῦ ἢ ψυχροῦ τινος πράγματος Ἴμβρ. Σαμοθρ. : Γιˬατί ἀνιρρ’φε͜ιέσι; Μὴν ἀνιρρ’φε͜ιέσι κὶ ξικουλλοῦν οἱ βιdοῦζις Ἴμβρ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA