ἀναρρώννω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀναρρώννω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀναρρώννω ᾿Αμοργ. Μέσ. ἀναρρώννομαι ΝΠολίτ. Παροιμ. 4,583
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἀρχ. ἀναρρώννυμι. Ὁ μεταπλασμὸς ἐκ τοῦ ἀορ. ἀνέρρωσα κατὰ τὸ ἐφανέρωσα-φανερώνω κττ.
Σημασιολογία
Ἐμβάλλω δυνάμεις εἴς τινα, ἐνισχύω τινὰ ἔνθ᾽ ἀν.: Παροιμ. φρ. Ἄν δὲ δύνασαι, ἀναρρώσου (αἰσθανόμενος ἀδυναμίαν πρὸς ἐκτέλεσίν τινος μὴ μικροψύχει, ἀλλ’ ἐπιδείκνυε τόλμην, διότι πιθανῶς θ’ ἀποσοβήσῃς οὕτω τὸν κίνδυνον) ΝΠολίτ ἔνθ᾽ ἀν. ‖ ᾎσμ. Κ’ ἔπειτα σὰν τὸν πάρωμε | τὶ θὰ τὸν ἀποκάμωμε; -Ὅταν τὸν ἀναρρώσωμε, | θὰ τόνε στεφανώσωμε ᾿Αμοργ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA