ἀναρώτημα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀναρώτημα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀναρώτημα τὀ, Α.Κρήτ. κ.ἀ. ἆναρὠτημαν Λυκ. (Λιβύσσ.) ἀνερώτημα Θρᾴκ. Α.Κρήτ. Νίσυρ. Σῦρ.-ΝΠολίτ.Παροιμ. 2,269 -Λεξ. Περιδ Μπριγκ ἀνιρώτ’μα Λεσβ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ρ. ἀναρωτῶ. Ἡ λ. καὶ παρὰ Βλάχ.

Σημασιολογία

1) ᾿Ερώτησις ἐκ πολυπραγμοσύνης καὶ συνήθως ὀχληρὰ Θρᾴκ. Κρήτ. Λυκ. (Λιβύσσ.) Νίσυρ. κ. ἀ.-Λεξ. Περιδ. : Εἶντ’ ἀνερώτημα ἦτον αὐτό; Νίσυρ. Ὅλο ἀνερωτήματα εἶσαι, καηˬμένη! Σῦρ. ‖ Παροιμ. Δὲ μὲ μέλει πῶς πεθαίνει ὁ ἄντρας μου, μόνε τ᾽ άνερωτήματα (χειροτέρα τοῦ δυστυχήματος εἶναι ἡ ἐνόχλησις, τὴν ὁποίαν προξενοῦν οἱ περίεργοι ἐρωτῶντες νὰ μάθουν τὰ περί αὐτοῦ) ΝΠολίτ. ἔνθ’ἀν. ‖ ᾎσμ. Σ’ ἐκεῖνο τ᾿ ἀναρώτημα ἡ λυγερὴ τοῦ λέει, μὰ εἶχα κύρι ἄρχοdα καὶ μάνν᾿ ἀρχοιdοπούλλα Κρήτ. 2) Ἀναζήτησις εὐθυνῶν, ἀνάκρισις Κρήτ. Λέσβ. : Νὰ λείπω ἀπὸ τσοὶ μαλιˬές σας νὰ μὴν ἔχω ταχυτέρου τὴν ἄλλη μέρα ἀνερωτήματα (μαλιˬὲς=μαλώματα) Κρήτ. Γιˬ᾽ αὐτὴ τὴ δ᾿λε͜ιὰ θά ’χουμι ἀνιρουτήματα Λέσβ. Ἡ ἄνθριπους ἤξιρι ποῦς θαν’ ἔ᾽ ἀνιρουτήματα μὶ τ᾿ς σπανοὶ τσ᾽ εἶχι οὕλου τοὺ κακὸ μέσ᾿ ᾿ς τοὺ νοῦ τ᾽ (ἐκ παραμυθ.κακὸ=δυσάρεστος περίπτωσις ἐρεύνης) αὐτόθ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/