ἀνάσα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀνάσα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἀνάσα ἡ, ἀνέσα Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.) Ἰθάκ. Λέσβ Λῆμν. Μακεδ. (Χαλκιδ) Πελοπν. (Οἰν.) Σαμ κ. ἀ. ἀνέτσα Σύμ. ἀνάσα κοιν. καὶ Καππ. (Σινασσ.) Ποντ (Κερασ. Σινώπ.) ἀνάα Μεγαρ. ἀνάτσα Σύμ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ρ. ἀνασαίνω. ᾿Ιδ. ΓΧατζιδ. ΜΝΕ 1,76.

Σημασιολογία

1) Ἀνακούφισις, ἀνάπαυσις κοιν. : Δὲν ἔχει ποτὲ ἀνάσα κοιν. Αὐτὸς θὰ δῇ λίγη ἀνάσα ’ς τὰ γεράματά του Λεξ. Αἰν. ‖ Φρ. ’Ανάσα νὰ μὴ διˬῇς! (ἀρὰ) Βιθυν. Ἀνάσα νὰ μὴν ἔχῃς ᾿ς τὸν ἄλλο κόσμο! αὐτόθ. ᾿Ανάσα δὲ μοῦ δί’ (διαρκῶς μὲ ἐνοχλεῖ) Θρᾴκ. (᾿Αδριανούπ.) ‖ ᾎσμ. Γιˬὰ λάβε λίγη ὑπομονὴ καὶ λάβε λίγη ἀνέσα κ᾽ ἔχεις καιρό να θλίβεσαι και χρόνιˬα να λυπᾶσαι Ιθάκ. Συνών. ἀναπαὴ 1, ἀνάπαμα, ἀναπαμός 1, ἀνάπαψι 1, *ἀνάπλα(ΙΙ), ἀνάσασι, ἀνάσασμα, ἀνασασμός, ἀνασοή, ξαπόσταμα, ξεκουρασιˬά, ξεκούρασμα. β) Ἡσυχία Λῆμν. κ. ἀ.: Μὶ τ᾿ν άνἐσα πρέπ’ νὰ γί’ ἡ δ᾿λε͜ιά, ὄ’ μὶ τοὺ bλαdαμό. Συνών. ἀναπαὴ 1β, ἀναπαμὸς 1Β, ἀνάπαψι 1β, ἀνασοή. γ) ’Επιρρηματ., ἠρέμα, ἡσύχως Πελοπν. (Οἰν.): ᾎσμ. ᾿Αργυρό μου χτένι κιˬ ᾿Αλεξαντρινό͵ σῦρ᾽ ἀνέσ’ ἀνέσα κ᾽ ἔλ’ ἀγάληˬ’ ἀγάληˬα νὰ μὴν κόψῃς τρίχα, τρίχ᾽ ἀχ’ τὰ μαλλιˬά μου. Συνών. ἀγάληˬα, ἀναπαμένα 2, ἥσυχα, σιγά. 2)Ἡ εἰσπνοὴ καὶ ἐκπνοὴ διὰ τῶν πνευμόνων τοῦ ἀτμοσφαιρικοῦ ἀέρος κοιν. καὶ Καππ. (Σινασσ.) Ποντ (Κερασ. Σινώπ.): Παίρνω ἀνάσα (ἀναπνέω). Κόβεται –πιˬάνεται ἡ ἀνάσα μου (γίνεται ἐπίσχεσις τῆς ἀναπνοῆς) κοιν. Παίρνου ἀνέσα Χαλκιδ. Τραύιξι ἀνάσα (ἀνέπνευσε) Στερελλ.(Αἰτωλ.) ‖ Φρ. Δὲ μπορῶ νὰ πάρω ἀνάσα (αἰσθάνομαι δύσπνοιαν). Παίρνω ἀνάσα (ξεκουράζομαι). Δουλεύω χωρὶς ἀνάσα (συνεχῶς). Δὲν παίρνω ἀνάσα (μοχθῶ διαρκῶς) κοιν. Παίρω ἀνάσαν (ἀνακουφίζομαι) Κερασ. Κόπηκε ἡ ἀνάσα μου (ἐκουράσθην ὑπερβολικῶς) Θρᾴκ. Πίνου μὶ μιˬὰ ἀνάσα (ἀπνευστί., μονορρούφι) Ἤπ. Ἤρθι μὶ μιˬὰ ἀνάσα (τάχιστα) Ἤπ. Μακεδ (Κοζ.) Ὅσου νὰ πάρ’ς τ᾿ν ἀνάσα σ’ (συνών. τῇ προηγουμένῃ) Ἤπ. Τοὺ πῆρα σὶ μιˬὰ ἀνάσα (διέτρεξα τὸ διάστημα ταχύτατα) Θεσσ. (Καλαμπάκ.) Συνών. ἀναπνοή, ἀναπνο͜ιὰ 1, ἀνασαμιˬά, ἀνασασμιˬά, ἀνασασμός, ἀνασμα, ἀνάσμεμαν, ἀνασμονή, ἀνασοή. Συνεκδ. καὶ ἐπὶ ἀψύχων Μακεδ. (Σισάν.): Ἄ᾿ξι τὴν τρυπούλλα ποῦ εἶνι δίπλα ’ς τοῦ φοῦρνου γιˬὰ νὰ παίρν’ ἀνάσα. Ἡ στάμνα παίρ’ ἀνάσα. β) Δροσερὰ αὔρα Πελοπν. (Κυνουρ): ᾎσμ. Οἱ νεˬὲς ποῦ τὰ ἔζύμωσαν μεγάλες ἄδε͜ιες εἶχαν, εἶχαν τοῦ Μάι τοὶς δροσιˬές, τ’ Αὐγούστου τοὶς ἀνάσες. 3) Στήριγμα ἠθικὸν, παρηγορία Πελοπν. (Κορινθ. Τρίκκ.) Σύμ. κ. ἀ.: ᾿Εν ἔχει ἀνάτσα Σύμ. Νὰ εἶχα τὸ παιδάτι μου, νὰ εἶχα τὴν ἀνάσα μου! Τρίκκ. Συνών. ἀνασασμός. 4) Θάρος, τόλμη Σύμ. : Ἀνέτσαν ποῦ τὴν ἔχει! Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. Πελοπν. (Ἀρκαδ.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/