ἀνασαίνω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀνασαίνω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀνασαίνω, ἀνεσαίνω Ἀθῆν. Ἄνδρ Κορσ Κρήτ. Χίος κ. ἀ.-Λεξ. Πρω. ἀνισαίνου Ἴμβρ. Κυδων.Λέσβ.Μακεδ.(Χαλκιδ.) Σαμ κ. ἀ. ἀνασαίνω κοιν. καὶ Καππ. (Σινασσ.) Πόντ. (Σινώπ) ἀνααίνω Μεγαρ ἀνασιˬαίνω Πελοπν. (Λακων.) ἀνασαίνου βόρ. ἰδιώμ. καὶ Τσακων. ἀνασάνω Πόντ. (Κεράσ. Οἰν.) ἀλααίνω Κύπρ. (Γερμασ.) ᾽νασαίνου Θεσσ. ᾽νεσαίνω Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.) Κῶς Προπ. (᾿Αρτάκ.) Ροδ. ’λασαίνω Ρόδ. Μές. ᾽νεσαίνομαι Νίσυρ.

Ετυμολογία

Τὸ μεσν. ἀνασαίνω, ὃ κατὰ ΓΧατζιδ. ΜΝΕ 2,58 ἐκ τοῦ οὐσ ἄνεσι κατὰ τὰ ἄλλα εἰς –αίνω, περὶ ὧν ἰδ. τοῦ ἰδίου ΜΝΕ 1,294 κἑξ.

Σημασιολογία

1)Συνέρχομαι εἰς τὸν ἑαυτόν μου ἐκ τοῦ κόπου, ἀνακουφίζομαι κοιν. καὶ Ποντ (Σινώπ.): Κουράστηκα καὶ στάθηκα λίγο ν᾽ ἀνασάνω. Δὲ μ᾿ ἀφίνει τὸ παιδὶ ν᾽ ἀνασάνω. Σήμερα εἶναι γεˬορτὴ καὶ δ’ ἀνασάνωμε. ᾿Ακόμα δὲν ἀνάσανα κοιν. Θὰ κάτσωμε ν᾿ ἀνασιˬάνωμε Λακων. ᾿Ανάσανα ἀφ᾽ τὰ μωρὰ κιˬ ἀφ᾿ τὰ δουλείες Σινώπ. ‖ Παροιμ. Εἴπαμε ν᾽ ἀνασάνωμε | κ᾽ ηὕραμε μαλλιˬὰ νὰ ξάνωμε (ὅταν ἀντὶ τῆς προσδοκωμένης ἀναπαύσεως εἶναί τις ὑποχρεωμένος νὰ ὑποβληθῇ εἷς ἐπιπονώτερα ἔργα. Πβ. ΝΠολίτ Παροιμ. 2,218 κἑξ.) Πελοπν. ᾿Επαντρεύτη ν᾿ ἀνασάνῃ | κ’ ηὕρηκε μαλλιˬά νὰ ξάνῃ (συνών. τῇ προηγουμένῃ) Πελοπν (Μεσσ.) Φτωχοῦ καμπάνα δὲν ἀκούεται, πλούσιˬον δὲν ἀνασαίνει (ἐκ μεταφ. τῆς κωδωνοκρουσίας κατὰ τὰς κηδείας ἐπὶ τοῦ περιφρονουμένου πτωχοῦ, ἐξυμνουμένου δὲ πλουσίου) Παξ. ‖ ᾎσμ. Κάμνει σταφύλι ραζακί, κάμνει κρασί μοσκᾶτο κιˬ ὅπου τὸ πιˬεῖ ’νεσαίνεται καὶ πάλιν ᾽ποζητᾷ το Νίσυρ Μετοχ ἀνασασμένος=ὁ διάγων ζωὴν ἀναπαυτικὴν Πελοπν. (Μαζαίικ): Ἐδῶ οἱ γυναῖκες μας εἶναι ἀνασασμένες. Ἡ σημ. καὶ μεσν Πβ. Γαδάρ. διήγ. στ. 288 (ἔκδ. Wagner σ. 132) «ἐκάθισα ν᾽ ἀναπαυθῶ, κἀμπόσον ν’ ἀνασάνω» καὶ Καλλίμαχ. καὶ Χρυσορρ. στ. 154 (ἔκδ. SLambros σ. 7) «ἐπέζευσαν, ἐκάθισαν, ἀνέσαναν ὀλίγον. Συνών ἀναπνέω 2, ξανασαίνω, ξεκουράζομαι (ὢ ξεκουράζω). Καὶ μετβ. ἀνακουφίζω τινὰ Ζάκ ΚΚρυστάλλ. Ἔργα 2,17 : Παροιμ. φρ. Τὸ ξένο χέρι σὲ ἀνασαίνει, μὰ δὲ σὲ θεραπεύει (ἡ ἀρωγὴ τῶν ξένων ἐν συγκρίσει πρὸς τὴν τῶν οἰκείων εἰναι πάντοτε ἀτελής. Συνών. φρ. τὰ ξένα χέριˬα ἀναπεύουν, μὰ δὲ θεραπεύουν) Ζάκ - Ποίημ. Κ᾿ οἱ περογλεˬὲς ξαπλώνονται ’ς τὰ δίπλατα κρεββάτιˬα καὶ ’ς τὴν πυκνή τους χλωρασιˬὰ καὶ ’ς τὸ βαθύ τους ἥσκιˬο τὴν ἱδρωμένην ἀργατιˬὰ δροσίζουν, ἀνασαίνουν ΚΚρυστάλλ. ἔνθ’ ἀν. β) ’Ανακτῶ σωματικὰς δυνάμεις, ἐπὶ ἀσθενοῦς Πελοπν. (Λακων.): Ὁ ἄρρωστος ἀνάσανε-εἶναι σὰν ἀνασασμένος. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀναπιˬάνω 12. γ) Μεταφ. ἀνακουφίζομαι ἠθικῶς ἢ οἰκονομικῶς Θεσσ. Σαμ κ. ἀ.-Λεξ. Δημητρ.: Δὲ μποροῦμε ν᾿ ἀνασάνωμε ἀπὸ τὰ χρέη Λεξ. Δημητρ. Ἔμαθα πῶς παντρεύτηκε κιˬ ἀνάσανα αὐτόθ. Κέρδισα λίγα λιπτὰ κιˬ ἀνάσανα Σαμ. Συνών. ἀναπνέω 2 β. Μετοχ. ἀνασασμένος=ὁ ζῶν βίον οἰκονομικῶς ἄνετον Λεξ. Δημητρ. Συνων. καλοζωισμένος. 2) Εἰσπνέω καὶ ἐκπνέω διὰ τῶν πνευμόνων ἀέρα κοιν. καὶ Καππ. (Σινασσ.) Πόντ. (Κερασ. Σινώπ.) Τσακων. : ᾿Ανασαίνω εὐχάριστα σὰν εἶμαι ’ς τὸ βουνό. ’Ανασαίνω μὲ δυσκολία. Ὁ ἄρρωστος ἀνασαίνει βαρεˬά. ᾿Απὸ τὸν πόνο δὲ μπορῶ ν᾿ ἀνασάνω Τὸ μωρὸ δὲν ἀνασαίνει καλὰ (ἔχει ἄτακτον ἀναπνοὴν) κοιν. ‖ Φρ. ᾿Ανασαίνει ἀκόμα (ἐπὶ τοῦ πνέοντος τὰ λοίσθια) Χίος Ὅσου ἀνασαί’ (συνών. τῇ προηγουμένῃ) Μακεδ. (Σισάν.) Ὥσπου ζῶ κιˬ ἀνασαίνου (ἐφόσον ζῶ) αὗτόθ. Ὅσο ’νεσαίνω (συνών. τῇ προηγουμένῃ) Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.) Δὲ ’νεσαίνω ’πὲ τὴ δουλε͜ιὰ (δὲν παύω ἐργαζόμενος) αὐτόθ. Τί κά’ς;-Ἀνισαίνου, νὰ μὴ σκάσου! (ἀπόκρισις δυσθύμου) Κυδων. Ψυχὴ δὲν ἀνασαίνει (ἐπὶ παντελοῦς ἐρημίας) Κεφαλλ. Δὲν ἀνασαίνει διόλου (ἐνν. ὁ καιρός. Ἐπὶ τελείας νηνεμίας) Πελοπν. (Σουδεν.) Δὲν ἀνασαί’ κλαρὶ (συνών. τῇ προηγουμένῃ) Θεσσ. (Καλαμπάκ.) ‖ Παροιμ. φρ. Τὴν ἡμέρα ἀνασαίνει καὶ τὴ νύχτα κοιμᾶται (εἰρων. ἐπὶ τοῦ ὀκνηροῦ καὶ ἀέργου) Λεξ. Δημητρ. Συνών. ἀναπνέω 1. β) Εἰσπνέω ΚΚρυσταλλ Ἔργα 2,29 ΔΒουτυρ. Ἐπανάστ. ζῴων 174: Εἶχε βγῇ… ᾿ς τὸ παράθυρο μἐ ἐπιθυμία νἀ ἀνασάνῃ λίγον ἀέρα, μπῆκε πάλι μέσα, γιˬατὶ τὸν βρῆκε θερμὸ ΔΒουτυρ ἔνθ᾽ ἀν. ‖ Ποιημ. Τὸν μύρο τῆς μυρτεˬᾶς θαρεῖς ὅτι ἀνασαίνεις, πῶς τὸν κελαηδισμὸ τῶν ἀηδονιˬῶν ξανοίγεις ΚΚρυσταλλ ἔνθ’ ἀν. Συνών. ἀναπνέω 1 β. γ) Ἀναπνέω μὲ δυσκολίαν, ἀσθμαίνω Εὔβ. Ἤπ. Μακεδ. (Καταφυγ.) Συνών. ἀναπνέω 1γ, κοντανασαίνω δ) Ἐκπέμπω ὀσμὴν Ἤπ. Στερελλ (Ἀρτοτ.)-Κκρυσταλλ. Ἔργα 1,216: ᾿Ανασαί’ τοὺ κρασὶ ἀπ᾿ τὰ βαρέλλιˬα Ἀρτοτ ‖ Ποιημ. Ποῦ πέφτει τ᾿ οὐρανοῦ ἡ δροσιˬὰ καὶ λούζει τὰ λουλούδιˬα, ποῦ ἀνοίγουν τὰ τριˬαντάφυλλα κ᾿ οι’ δάφνες ἀνασαίνουν ΚΚρυσταλλ ἔνθ 'ἀν. 3) ᾿Αραιώνομαι, κάμνω τόπον (ἐκ τῆς σημ. τοῦ προξενεῖν ἄνεσιν, εὐκολίαν) ’Αθῆν.: Ἀνεσάνετε νὰ περάσῃ τὸ παιδί.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/