ἀνασακκίζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀνασακκίζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀνασακκίζω Δ.Κρήτ. Νίσυρ. Πόντ (Σάντ.) Τῆλ. Χίος κ. ἀ.-Λεξ. Δημητρ. ἀνασατσίζω Χίος ἀνεσακκίζω Α.Κρήτ. ᾿νεσαggίζω Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.) ᾿νεσακκῶ Ρόδ.

Ετυμολογία

Ἐκ τῆς προθ. ἀνὰ καὶ τοῦ ρ. σακκίζω.

Σημασιολογία

1) Τοποθετῶ ἐντὸς σάκκου Λεξ. Δημητρ.: Ἀνασάκκισα τὸ κριθάρι-τὸ σιτάρι. 2) Ἀνασακκιˬάζω, ὃ ἰδ., Κρήτ Τῆλ. Χίος κ. ἀ.-Λεξ. Δημητρ.: ᾿Ανεσάκκισε τὴ σακκούλλα νὰ κάτσου d’ἄχερα γιˬὰ νὰ βάλωμ’ ἀκόμη δυˬὸ τρία Κρήτ. Δὲ χωρᾶν τὰ κάρβουνα ὅσο ν’ ἀνασακκίσω Λεξ. Δημητρ. β) Ὑπανεγείρω, σείω τὸ ἐπὶ τῆς ράχεώς μου φορτίον διὰ νὰ τοποθετηθῇ καλύτερον Πόντ.(Σάντ.) γ) Ἀνασηκώνω φορτίον Ρόδ.: ᾿Νεσάκκα μου κομ-μάτιν τὴ σακκούλτα 3) Μέσ. κινοῦμαι, μετακινοῦμαι ἕως ὅτου καθίσω Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.): ᾽Νεσαggίσκε ᾿νεσαggίσκε ὥσπου νὰ κατακάτσ’. Μή ᾽νεσαggίζεται, παιδί μ’!

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/