ἀνασαμιˬὰ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀνασαμιˬὰ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἀνασαμιˬά ἡ, ἀνεσιμιˬὰ Θρᾴκ. ἀνισιμιˬὰ Σαμ. ἀνισαμιˬὰ Θρᾴκ. (Μάδυτ.) Ἴμβρ. Λέσβ ἀνισαμνιˬὰ Δαρδαν. Κυδων Λέσβ. ἀνασαμιˬὰ Θρᾴκ. (Αἶν. Καλλίπ.) ἀνασαμνιˬὰ Θρᾷκ. ἀνασανιˬά Β.Εὔβ.-Λεξ. Βλαστ 388 ἀνασαμέα Κύθηρ. ἀνασασμιˬὰ Γ’Αθάν. Πρωινὸ ξεκίν. 47

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ οὐσ. *ἀνάσαμα < ἀνασαίνω.

Σημασιολογία

Ἀναπνοὴ ἔνθ’ ἀν. : Παίρνου ἀνισαμνιˬὰ Λέσβ. ᾿Ανέβ᾽κα τριχᾶτους τοὺν ἀνήφουρα κὶˬ πιˬάκι ἠ --ἀνισαμιˬά μ᾽ Ἴμβρ.‖ Φρ. Δὲ στάθηκε νὰ πάρῃ ἀνασασμιˬὰ (ἔφυγε δρομαίως). Μὴ βγά’ς ἀνισιμιˬά! (σιώπα! Συνών. φρ. νὰ μὴ βγάλῃς τσιμουδιˬά!) Σαμ. ᾿Ανισαμνιˬά νὰ μὴ βγά’ς.(συνών. τῇ προηγουμένῃ) Λέσβ. ᾿Ανισαμιˬά. (ἐπὶ τελείας σιγῆς) αὐτόθ. ᾿Επῆρε τὴν ἀνεσιμιˬά του (ἔφυγε δρομαίως) Θρᾴκ. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀνάσα 2.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/