ἀνάσασι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνάσασι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀνάσασι ἡ, Κύθν. κ. ἀ. -ΓΜαρκορ. Ποιητ ἔργα 18-Λεξ. Βλαστ. Πρω Δημητρ. ἀνάσασ’ Θεσσ.(Ζαγορ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. ἀνασαίνω.
Σημασιολογία
1) Ἀνακούφισις ἐκ τοῦ μόχθου, τοῦ πόνου κττ. ἔνθ’ ἀν.: ᾿Ανάσασι δὲν ἔχει ἀπὸ τὸν πόνο Λεξ. Δημητρ. Πῆρα λί’ ἀνάσασ’ Ζαγορ. ‖ Ποίημ. ...Τῆς Εὐδοκιˬᾶς ἀνάσασι δὲ δίνει μήτε νὰ κλείσῃ βλέφαρο καθόλου τὴν ἀφίνει ΓΜαρκορ. ἔνθ’ ἀν. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀνάσα 1. 2) Ἄνεσις Κύθν.-Λεξ. Βλαστ. 496 : Θὰ καβαλλήκω τ᾿ ἄλογο νά πάω μὲ τὴν ἀνάσασι’ μου Κύθν. Συνών. ἄνεσι.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA