ἀνασείω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνασείω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀνασείω Πελοπν. (Λακων.) ἀνασε͜ιῶ Λεξ. Δημητρ. ᾽νασῶ Σύμ. Ἀπροσ. ἀνασείζ᾽ Πόντ. (Ὄφ.)
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. ἀνασείω.
Σημασιολογία
1) Σείω, τινάσσω Πελοπν (Λακων)-Λεξ. Δημητρ.: ᾿Ανασε͜ιῶ τὸ γιˬακᾶ μου σὰν τὸν βλέπω Λεξ. Δημητρ. ᾿Ανασείστηκε ὁ τόπος ἀπὸ τὸ πἐσιμό του αὐτόθ. ‖ ᾊσμ. Θέ μου, κιˬ ἀνάσεισε τη γῆς καὶ τάραξε τὀν ᾍδη Λακων. Πέτρες καὶ ξύλα τοῦ σπιτιˬοῦ, ὅλα ν᾽ ἀνασειστῆτε αὐτοῦ β) Ἀπροσ. γίνεται σεισμὸς Πόντ. (Ὄφ.) : ᾿Οσήμερο τρία φορᾶς ἐνέσειξε. 2) Ἀνακινῶ μυστικὰ καὶ σκανδαλώδη πράγματα Συμ. 3) Μεσ. ταράττομαι, θορυβοῦμαι Λεξ. Δημητρ.: ’Ανασείστηκε τὸ χωριˬὸ ἀπὸ τὸ ἄκουσμα. Συνών. ἀναταράζομαι (ἰδ. ἀναταράζω).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA