ἀνασέρνω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνασέρνω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀνασέρνω, ἀνασύρω Καππ. (Σίλ. Φερτ.) Μύκ. Πόντ. (Ἀμισ. Κερασ. Κοτύωρ. Οἰν. Σαντ. Τραπ. Χαλδ.) ἀνασύρνω Κρήτ. Κύπρ. (καὶ ἀνασέρνω)-Λεξ. Αἰν. Πρω. Δημητρ. ἀνασύρου Θεσσ. (Ζαγορ.) ἀνασύρνου Θρᾴκ. (Αἶν.) Λυκ. (Λιβύσσ.) ἀνασούρνω Λεξ. Δημητρ. ἀνασέρνω σύνηθ. ἀνασέρνου βόρ. ἰδιώμ. ἀνεσύρω Ἄνδρ. Θήρ. Θρᾴκ. Ἴος Καρπ ἀνεσύρνω Ἀστυπ. Καρπ. Κασ. Α.Κρήτ. Κύπρ. Νάξ. (Ἀπύρανθ. Γαλανᾶδ. Φιλότ.) Νίσυρ. Σίφν. Χίος ἀνισύρνου Ἴμβρ. ἀνεσέρνω Α.Κρήτ. Μῆλ. Σῦρ. ἀνισέρνου Λεσβ. (Πάμφιλ.) ἀλασέρνω Κύπρ. ἀνεσ’ρνώ Πάρ. (Λεῦκ.) ᾽νασύρω Σύμ. ᾽νασύρνω Συμ ᾽νεσύρω Κάλυμν. ᾽νεσύρνω ’Ικαρ. ’Ιων. (Κρήν.) Κάλυμν. Κασ. Κῶς Ροδ Τῆλ. Χίος ’νεσέρνω Ἰων. (Κρήν.) Κασ. Προπ. (’Αρτάκ.) Ρόδ ᾽νεσέρω Συμ.
Ετυμολογία
Τὸ μεσν. ἀνασέρνω, ὃ ἐκ τοῦ μεταγν. ἀνασύρω. πβ. ᾿Ιμπέρ. καὶ Μαργαρ. στ. 749 (ἔκδ. ΕLegrand Biblioth. 1,310) «μακρένω τὴν διήγησιν, πολλὰ τὰ ἀνασέρνω». Ὁ τύπ. ἀνασύρνω καὶ μεσν. Πβ. Χωνιάτ. 739,26 (ἔκδ. Βόννης) «τὰ συνεσφιγμένα ροῦχα ταύτης ἀνέσυρνεν».
Σημασιολογία
Α) Μετβ. 1) Σύρω πρὸς τὰ ἄνω, ἀνέλκω, συνήθως ἐπὶ τοῦ ἀντλουμένου ἐκ φρέατος ἢ δεξαμενῆς ὕδατος καὶ ἐπὶ τοῦ ἀντλήματος σύνηθ.: ᾿Ανασέρνω νερὸ σύνηθ. Ἀνασέρνω τὴ λαΰνα Κρήτ. Νὰ πάω ν᾿ ἀνεσύρω ᾿ς τὸ πηάδι ᾽ὲν μπορῶ Σίφν. ᾿Ενέσυρα μὶˬα σικλεˬὰ νερὸ ’ποῦ τὸ φλετρὸ (φρέαρ) Ρόδ. Ἐκεῖ βλέπω μιˬὰν γυναῖκαν μ᾽ ἄσπρην ποκαμίσαν κ᾽ ἐνέσυρνεν κ᾿ ἤχυνεν χαμαὶ τὸ νερὸν (ἐκ παραδ.) Χίος Ἔχω πολὺ νερὸ ἀνασυρμένο Βιθυν. ‖ ᾎσμ. Ἀνάσυρε, κόρη, νερὸ νὰ πιˬοῦν τὰ διψασμένα, νὰ πιˬῶ κ’ ἐγὼ κιˬ ὁ μαῦρος μου κιˬ ὅλο μου τὸ φουσσᾶτο.-Θαρεῖς πῶς εἶμαι σκλάβα σου νερὸ νὰ σ’ ἀνασύρω; -Ἀνάσυρε, κόρη, νερὸ κ᾽ ἕνα φλουρὶ σοῦ δίνω. Κόρη ᾿νεσύρνει μιˬὰ σιχλεˬά, κόρη ᾽νεσύρνει δέκα (τὸ ᾆσμ. πολλαχοῦ ἐν παραλλαγαῖς) Ἰκαρ. β) Ἐξάγω ἐκ τῆς χύτρας φαγητὸν Ἀστυπ.: Τότες ἀνεσύρνουν κομμάτι καλὸ φαεῖ καὶ τρών (ἐκ παραμυθ.) γ) ’Αποσύρω ἐκ τῆς ἐστίας τὸ ἑψηθὲν φαγητὸν Καππ. (Σίλ. Φερτ.) 2) ᾿Εκβάλλω, ἐπὶ φωνῆς Σκῦρ.: ᾎσμ. Ψιλὴ φωνὴ άνάσυρε ὅσο τσιˬ ἄν ἠμποροῦσε. 3) Μεταφ. διασύρω τινά, κατηγορῶ Λεξ. Δημητρ.: ’Σ ὅλα τὰ σπίτιˬα τὴν ἀνασέρνουν. Ὅπου βρεθῇ κιˬ ὅπου σταθῇ τὴν ἀνασούρνει. Μετοχ. ἀνασουρμένος = ὁ ἔχων κακὴν φήμην. Β) Ἀμτβ. 1) Συστέλλομαι πρὸς τὰ ἄνω, ἀνασύρομαι Νάξ. (Ἀπύρανθ.) : Τὸ φουστάνι σου ἀνεσύρντι ἀποbρός. β) Βραχύνομαι, περιορίζομαι Τῆλ.: ᾿Νεσύρνουν οἱ νησκιˬὲς (ἐλαττώνονται αἱ σκιαὶ τῶν ἀντικειμένων τῆς γῆς πλησιάζοντος τοῦ ἡλίου εἰς τὸ μεσουράνημα). 2) ’Ενεργ. καὶ μέσ. βαδίζω μετὰ δυσκολίας Κρήτ.-Λεξ. Δημητρ.: ’Ανασέρνεται ὁ κακομοίρης γιˬὰ νὰ πάῃ 'ς τὴν ἐκκλησιˬὰ Λεξ. Δημητρ. ‖ ᾊσμ. Σὲ ποταμὸν ἀνάσερνα κ᾽ ἤμουνε διψασμένος κ’ἐξέτρεχα τὸ bοταμὸ νὰ βρῶ τὴν ὥρα͜ια βρύσι (σε ποταμόν = κατά τὴν κοίτην τοῦ χειμάρρου) Κρήτ. Ἀπὸ λαγκάδιˬα ἀνάσερνα κ᾽ ἤμουνε διψασμένο κ᾿ ἐξέτρεχα νὰ βρῶ νερὸ νὰ πιˬῶ νἀ ξεδιψάσω αὐτόθ. Συνών. σέρνομαι (ἰδ. σέρνω). 3) Ψήνομαι καλῶς, ἐπὶ τοῦ ἄρτου Κῶς Σύμ.: Ἄνάσυραν τὰ ψωμιˬά Σύμ. ’Νεσυρμένα εἶναι τὰ ψωμιˬὰ Κῶς 4) ᾿Αναπνέω Κύπρ. Σύμ.-Λεξ. Δημητρ. : Μόλις ἀνασέρνει Λεξ. Δημητρ. Ηὗρα τον τιˬ ἀκόμα ἀνάσυρνε Κύπρ. Ὅσον τιˬ ἀνασύρνει (μόλις κτλ.) αὐτόθ. ‖ ᾎσμ. Ἀκόμα νεˬὸς άνα’συρνεν, ἀκόμα νεˬὸς ἐλάλεν αὐτοῦ β) Δυσκολεύομαι εἰς τὴν ἀναπνοήν, ἀσθμαίνω Κύπρ.: ᾎσμ. Βρίσκω μιˬὰν πέτραν ταὶ ἕκατσα τὸ μαυροκαημένον τιˬ ἀνάσυρνα σὰν τὸν λαγὸν τὸν -υλ λοβουρημένον. γ) Καταλαμβάνομαι ὑπὸ τοῦ ἐπιθανατίου ρόγχου, ψυχορραγῶ Κρήτ. Κυπρ Ρόδ. : Ὁ ἄρρωστος ἄρχεψε ν᾽ ἀνεσέρνῃ Ροδ. Ἤρχιξε ν᾿ ἀνεσύρῃ, ζωὴ ἀνημένετε bλεˬό; Κρήτ. 5) Ἀναστενάζω Ποντ. (Ἀμισ. Τραπ.) Σκῦρ. Σύμ.: ᾿Ανάσυρε ποῦ τὸν εἶδε Σύμ. Ἀφ᾿σε τὸ παιδὶ μοναχὸ τσ᾿ ἀνάσερνε ἀπ’ τὸ κλάμα Σκῦρ. 6) Κλαίω μετὰ λυγμῶν Ποντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Οἰν. Σάντ. Χαλδ.) Σκῦρ. Ἀνασύρω καὶ κλαίω Κερασ. Ἀνασύρ’ ἡ νύφε Χαλδ. Τὸ μωρὸν ἄκεμα ἐντῶκεν, γιˬάτε πῶς ἀνασύρ'.’ (γιˬάτε = ἰδέτε) Κοτύωρ. ‖ ᾎσμ. Ἀνάθεμά σε, νὲ κόρη, ᾽κ᾽ ἐλέπ’ς πῶς ἀνσύρω; πακεῖ γεννέθα γιˬὰ τ’ ἐσὲν δάκρ πάντα νὰ ύνω; Χαλδ. Συνών. ἀναλυγγιˬάζω 1, ἀναλυγγίζω, ἀναρρουφῶ 3, *ἀναστοναχῶ, λυγγιˬάζω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA