ἀνασιˬάζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀνασιˬάζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀνασιάζω Κρήτ. ἀνεσάζω Νάξ. (Ἀπύρανθ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τῆς προθ. ἀνὰ καὶ τοῦ ρ. σιˬάζω.

Σημασιολογία

Ἐπιδιορθώνω, ἐπισκευάζω τι ἔνθ’ἀν.: Ἀνάσιˬαξά το πάλ’ ὸφέτος μιˬὰ ᾿ουλιˬὰ τὸ σπίτι κιˬ ὥς τοῦ χρόνου ὁ Θεὸς ἔχει Κρήτ. Ἅμα δὲ γνο͜ιάζεσαι κάθα χρόνο τὸ σπίτι σου νὰ τ’ἀνεσάζῃς, θὰ βουλίσῃ Ἀπύρανθ. Συνών. μερεμετίζω.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/