ἀνασκάμνισμα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀνασκάμνισμα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀνασκάμνισμα τό, ΑΛασκαράτ. Στιχουργήμ.2 110

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ρ. ἀνασκαμνίζω.

Σημασιολογία

Χάσμημα : Ποίημ. Ὅπο͜ιος ξερὰ μᾶς τραγουδᾷ ἱστορία ἐκε͜ιὸς κάνει ἀνασκάμνισμα κιˬ ἀηδία. Συνών.*ἀνασκλημούρα,*ἀνασκλημουρητὸ,χασμούρημα,χασμουρητό

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/