ἀνασκαμπανίζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀνασκαμπανίζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀνασκαμπανίζω ἀμάρτ. ἀνεσκαbανι’ζω Μύκ. Μεσ. ἀνασκαbανίζουμαι Πελοπν. (Λακων.)

Ετυμολογία

Ἐκ τῆς προθ. ἀνὰ καὶ τοῦ ἀμαρτ. ρ. σκαμπανίζω.

Σημασιολογία

1) Κλυδωνίζομαι, ἐπὶ χειμαζομένου πλοίου ἔνθ’ ἀν. 2) Μεταφ. βασανίζομαι, ταλαιπωροῦμαι, ἰδίᾳ ἐπὶ ἐρωτολήπτου Πελοπν. (Λακων.) : Τι’ ἀνασκαbανίζεσαι ἔτσα;

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/