ἀνασκαντζιˬάζομαι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀνασκαντζιˬάζομαι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀνασκαντζιˬάζομαι, ἀνασκατζάζομαι Σκῦρ. Μετοχ. ἀνασκαντζιˬασμένος Λεξ. Λεγρ.

Ετυμολογία

Ἐκ τῆς προθ. ἀνὰ καὶ τοῦ ρ. *σκαντζιˬάζομαι.

Σημασιολογία

Ἀνορθοῦνται αἱ τρίχες μου Σκῦρ : Ἡ γάττα ἄμα δῇ στσύλλε ἀνασκατζάζεται. Ἀνασκατζάστη τσαί σ’κώθη ἡ τρίχα μου σὰν τὸ σκατζόχερε αὐτόθ. Μετοχ ὁ ἔχων ἀκτένιστον καὶ ἀτημέλητον τὴν κόμην Λεξ. Λεγρ. Συνών. τῆς μετοχ. ἀναμαλλάρις 1, ἀναμαλλιˬάρις 1, ἀναμάλλιˬαρος, ἀναμαλλιˬασμένος (ἰδ. ἀναμαλλιˬάζω 3), ἀνάμαλλος.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/