ἀνασκαφὴ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀνασκαφὴ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἀνασκαφή ἡ, Κρήτ. (Μονοφάτσ.) Μύκ.

Ετυμολογία

Τὸ μεταγν. οὐσ. ἀνασκαφή.

Σημασιολογία

1) Σκαφὴ τῆς γῆς πρὸς φύτευσιν νέων κλημάτων Κρήτ. (Μονοφάτσ.) 2) ᾿Αφαίρεσις τῶν ἐν τῷ ἀγρῷ λίθων κατὰ τὴν ἐποχὴν τῆς ἀγραναπαύσεως Μύκ.: Σήμερα κάν’ἀνασκαφή ὁ δεῖνα. Συνών. ξεπετράδισμα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/