ἀνασκελᾶς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνασκελᾶς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
ἀνασκελᾶς ὁ, Κρήτ.
Ετυμολογία
᾿Αγνώστου ἐτύμου. Κατὰ ΓΧατζιδ. ΜΝΕ 2,313 ἐκ τοῦ μεσν. ὀνοσκελὶς κατὰ παρετυμ. πρὸς τὴν πρόθ ἀνά.
Σημασιολογία
Δαίμων μεταμορφούμενος τὴν νύκτα εἰς ὄνον αὐξανόμενον καταπληκτικῶς, ὅταν ἐπιβῇ τις αὐτοῦ, ἢ εἰς ὑψηλὸν ἄνθρωπον ἢ ἀσκόν: Ἐκεῖ ξεκαβαλλίκεψε ὁ παππᾶς καὶ ὁ ἀνασκελᾶς ἐχάθη ἀποbρός του καὶ τὰ πέταλά του ἔβγαναν σπίθες (ἐκ παραδ.) Ἡ λ. ὑπὸ τὸν τύπον τ’ ᾿Ανασκελᾶ τὸ ρυάκι τοπων.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA