ἀνασκλημούρα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνασκλημούρα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀνασκλημούρα ἡ, άνασκλαμούρα Κερκ (᾿Αργυρᾶδ)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ρ. ἀνασκλημουρε͜ιέμαι.
Σημασιολογία
Χάσμημα: Τὸν ἐρωτᾷς τί ἔχει καὶ σοῦ λέει πῶς ἀκούει… κομμάρες ᾽ς ὅλο τὸ κουφάρι του, πῶς τοῦ ’ρχονται λιγοῦρες, ἀνασκλαμοῦρες κιˬ ἀπὸ τέτοια. Συνών. ἀνασκάμνισμα, *ἀνασκλημουρητό, χασμούρημα, χασμουρητό.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA