ἀνασκοπὴ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀνασκοπὴ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἀνασκοπὴ ἡ, Κερκ.

Ετυμολογία

Τὸ μεταγν. οὐσ. ἀνασκοπή.

Σημασιολογία

1) ’Ακριβὴς ἐξέτασις καὶ σκέψις: Ὅ, τι κάνει, τό κάνει μ’ ἀνασκοπή. 2) Πρόνοια: Δὲν ἔχει ἀνασκοπὴ γιˬὰ τὰ γεράματά του. 3) Δισταγμός, ἐνδοιασμός: Δὲν ἔχω κἀμμιˬὰ ἀνασκοπὴ νὰ τόνε πιˬάσω νὰ τόνε δείρω ἐγὼ ὁ ἴδιος.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/