βραχοκυλισμένος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βραχοκυλισμένος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

βραχοκυλισμένος ἐπίθ. Νάξ. (Ἀπύρανθ. κ.ἀ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. βράχος καὶ τοῦ κυλισμένος μετοχ. τοῦ ρ. κυλῶ.

Σημασιολογία

Βραχοκύλης, ὃ ἰδ. Πβ. βραχοματοκυλισμένος.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/