βραχολίθαρο

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βραχολίθαρο

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

βραχολίθαρο τό, ΣΣκίπη Ἀπέθαντ. 17.

Ετυμολογία

Ἐκ τῶν οὐσ. βράχος καὶ λιθάρι.

Σημασιολογία

Λίθος ὀγκώδης ὡς βράχος: Ποίημ. Κ’ ἦταν καμπάνες ἀπὸ μέταλλο | τῆς ξώπορτας τὰ δυˬὸ χερούλλιˬα καὶ βραχολίθαρα θεόρατα | ἀντὶς πεζούλλιˬα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/