ἀνασοὴ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀνασοὴ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἀνασοὴ ἡ, Πελοπν. (Λακων. Μαν. Μεσσ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ρ. ἀνασαίνω κατὰ τὸ ἀναπνοή Ἰδ. ΓΧατζιδ. ἐν ᾿Αθηνᾷ 25 (1913) 292.

Σημασιολογία

1) ᾿Ανακούφισις, ἄνεσις Πελοπν. (Λακων. Μάν.) : Ἀνασοὴ θὰ ἰδοῦμε, ἅμα πεθάνωμε Μάν. Ηὗρα τὴν ἀνασοή μου αὐτόθ. Ὁ ἄρρωστος ἔχει σάν ἀνασοὴ (παρουσιάζει ἐλαφρὰν βελτίωσιν) αὐτόθ. ‖ Φρ. Μὲ τὴν ἀνασοή σου (σιγὰ σιγὰ, μὴ σπεῦδε) αὐτόθ. Συνών ἰδ. ἐν λ. ἀνάσα 1. 2) ᾿Αναπνοὴ Πελοπν. (Μεσσ.): Πιˬάστη ἡ ἀνασοή μου Μεσσ Συνών. ἰδ. ἐν. λ. ἀνάσα 2.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/