ἀνασουφρώνω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀνασουφρώνω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀνασουφρώνω ΚΘεοτόκ. Καταδ. 17

Ετυμολογία

᾿Εκ τῆς προθ. ἀνὰ καὶ τοῦ ρ. σουφρώνω.

Σημασιολογία

Συμπτύσσω, συσπῶ : Ἀνατρίχιˬασε, κρύος ἵδρως τοῦ ’βρεξε ὅλο τὸ σῶμα, ἀνασούφρωσε τὸ μέτωπὸ του.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/