ἀνασπάδα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀνασπάδα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἀνασπάδα ἡ, Χίος άνεσπάδα Χίος (Λιθ.) ἀνισπάθα Λέσβ. (Πλομάρ.) ἀνισπάθ’ Λεσβ ἀνισπάτ’ Λεσβ (Ἀγιάσ. Πλομάρ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ρ. ἀνασπῶ καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ-άδα (Ι). Τὸ ἀνισπάθ’ ἐκ τύπου *ἀνεσπάθη.

Σημασιολογία

Παγὶς πτηνῶν κατασκευαζομένη ὥς ἑξῆς : Ράβδος εὔκαμπτος στερεώνεται ἐκ τοῦ ἑτέρου ἄκρου εἰς τὸν τοῖχον ἢ εἰς τὴν γῆν, ἔπειτα κάμπτεται, τὸ δὲ κεκαμμένον ἄκρον ἀκκουμβᾷ εἰς τὴν γῆν φέρον εἰς τὸ ἄκρον βρόχον μικρὸν μὲ στάχυν ὥς δέλεαρ. Τὸ πτηνὸν ἐπιχειροῦν νὰ λάβῃ τὸν στάχυν ἕλκει ὀλίγον τὸν βρόχον καὶ προκαλεῖ οὕτω τὴν ἀνάσπασιν τῆς ράβδου καὶ τὴν σύλληψίν του ἐν τῷ βρόχῳ. Συνών. βρόχος.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/